- παγιῶ
- παγιόωmake firmpres subj act 1st sgπαγιόωmake firmpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγίῳ — πάγιος solid masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγίωση — η (Α παγίωσις) [παγιώ] πράξη ή διαδικασία με την οποία καθίσταται κάτι σταθερό, αμετάβλητο, στερέωση, σταθεροποίηση, εδραίωση («παγίωση τής ειρήνης») … Dictionary of Greek
παγιώνω — (ΑΜ παγιῶ, όω) [πάγιος] καθιστώ κάτι πάγιο, στερεό, σταθερό, στερεώνω νεοελλ. μτφ. καθορίζω σε σταθερά όρια («οι τιμές παγιώθηκαν».) αρχ. 1. επιβεβαιώνω 2. αποφασίζω … Dictionary of Greek